φταρμίζω

φταρμίζω
Ν
βασκαίνω, ματιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο-, τροπή τού συμπλέγματος -φθ- σε -φτ- (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού -λ- σε -ρ- (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φταρμίζω — φτάρμισα, φταρμίστηκα, φταρμισμένος, ματιάζω, βασκαίνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιαρμίζω — βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φταρμίζω] …   Dictionary of Greek

  • φτάρμισμα — το, Ν [φταρμίζω] βασκανία, μάτιασμα …   Dictionary of Greek

  • φταρμός — (I) ο, Ν φτάρμισμα, βασκανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος –φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω]. (II) ο, Ν βλ. πταρμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”